αμφίκαυστις

αμφίκαυστις
ἀμφίκαυστις, -εως, η (Α)
1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη
2. (στους Κωμ.) το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καύστις — καῡστις, εως, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αμφίκαυστις*, ώριμο στάχυ κριθαριού 2. ως κύρ. όν. ἡ Καῡστις επίκληση τής θεάς Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. αντίστοιχος τού καύστης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”